- μέμφεται
- упрекает
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μέμφεται — μέμφομαι blame pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
опорѣкати — ОПОРѢКА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Бранить, порицать: приимъшю ономѹ. своими православии. аще бо хощеть. опорѣкаѥть осѹждениѥ аполона еп(с)па. (μέμφεται) КЕ XII, 208а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άμεμπτος — η, ο (Α ἄμεμπτος, ον) [μεμπτός] (με παθητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν μεμφθεί, να τόν κατηγορήσει, ανεπίληπτος, αψεγάδιστος αρχ. 1. ο τέλειος στο είδος του 2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μέμφεται, δεν κατηγορεί, δεν… … Dictionary of Greek
αμεμψίμοιρος — ἀμεμψίμοιρος, ον (Α) [μεμψίμοιρος] αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη μοίρα του, δεν παραπονιέται για την τύχη του, γενναιόκαρδος, καρτερικός … Dictionary of Greek
νεμεσίζομαι — (ΑΜ, Α σπαν. το ενεργ νεμεσίζω) [νέμεσις] φοβούμαι, ευλαβούμαι κάποιον («τοὺς δὲ Αἰγύπτιον αὐτὸν εἰρηκότας οὐ νεμεσίζομαι», Τζέτζ.) αρχ. 1. οργίζομαι με κάποιον, αγανακτώ («Ἥρῃ δ οὔ τι τόσον νεμεσίζομαι», Ομ. Ιλ.) 2. (το ενεργ. μόνο στο λεξ.… … Dictionary of Greek
οιόγαμος — οἰόγαμος, ον (Α) (ποιητ. τ.) μονόγαμος («εἰ δέ τις ἡμῑν μέμφεται, ἐν πενίη μιμνέτω οἰογάμῳ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + γάμος (πρβλ. πικρό γαμος)] … Dictionary of Greek
περιμεμφής — ές, Α αυτός που μέμφεται πολύ, φιλόψογος, φιλοκατήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μεμφής < μέμφομαι)] … Dictionary of Greek
ρήσος — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek
ρησός — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek
φιλομεμφής — ές, Α αυτός που τού αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μεμφής (< μέμφομαι «κατηγορώ»), πρβλ. ἑτοιμο μεμφής] … Dictionary of Greek
όναται — ὄναται (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀτιμάζεται, μέμφεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. ὄναται, που παραδίδει ο Ησύχιος, και ο παρατ. ὤνατο αποτελούν παρεκκλίνουσες μορφές τού ρ. ὄνομαι* «κατηγορώ, ψέγω», σχηματισμένες πιθ. κατά τα αθέματα ρήματα τού τύπου… … Dictionary of Greek